- ευτελής
- -ές (ΑΜ εὐτελής, -ές)1. αυτός που έχει χαμηλή τιμή, φθηνός, προσιτός, οικονομικός, ολιγοδάπανος, ολιγοέξοδος2. (συνεκδ. για καταστάσεις, ιδιότητες, ενέργειες, πράγματα) ανάξιος λόγου, αυτός που είναι κατώτερης ποιότητας, ο μειονεκτικός, ο ελαττωματικός, ο πρόστυχος, ο παρακατιανός3. (για πρόσ.) ποταπός, μηδαμινός, μικροπρεπής, χυδαίος, χαμερπής, ουδιτανόςμσν.1. φτωχός, ταπεινός2. αναξιόπιστοςαρχ.1. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐτελέςη ευτέλεια2. απλός, ευχερής, εύκολος3. (για στίχους, φράσεις, λέξεις) ασήμαντος4. (για ποταμούς) μικρός, ασήμαντος5. λιτός, αυτός που δεν είναι πλούσιος και άφθονος («εὐτελὴς ἦν [η δίαιτα]», Ξεν.).επίρρ...ευτελώς (Α εὐτελῶς)σε χαμηλή τιμή, φθηνάαρχ.λιτά, χωρίς μεγάλη δαπάνη, φτωχικά.[ΕΤΥΜΟΛ. ευ + -τελής (< τέλος «αξία, τιμή»)πρβλ. α-τελής, υπο-τελής. Η κυριολεκτική σημασία «εύκολος στο να πληρωθεί» (πρβλ. το αντίθ. πολυ-τελής) εξελίχθηκε σε «ποιοτικά κατώτερος» (άρα φθηνός) και μεταφορικά «μικροπρεπής, χυδαίος»].
Dictionary of Greek. 2013.